- αμπατζήδικο
- το1. εργαστήριο όπου κατασκευάζεται το ύφασμα αμπάς* ή και το κατάστημα που πουλάει τέτοια υφάσματα2. κατάστημα υφασμάτων και ενδυμάτων για χωρικούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. από το επίθ. *αμπατζήδικος < αμπατζής].
Dictionary of Greek. 2013.